Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Νικολακάκης Εμμανουήλ

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕΚΕ ΔΙΠΛΟΣ Του Χαρίλαου Παπαδάκη Θεολόγου ,Διευθυντή του Λυκείου Κισάμου ε. α ... Ο μπάρμπα Μιχάλης ο Νικολακάκης από τον Δραπανιά Κισάμου είχε ένα γυιό τον Μανώλη που ήταν το καμάρι του σπιτιού του και του χωριού . Ήταν ευγενικός στους τρόπους , ψηλός με όμορφη κορμοστασιά , Είχε πάρει μάλιστα και το δίπλωμα του δασκάλου και πρόσφατα είχε διοριστεί σε ένα χωριό της επαρχίας μας . Ο γέρος πατέρας με το δίκιο του παινούσε το γυιό του με τις τόσες αρετές και καμάρωνε . Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και οι Γερμανοί ενα ολοσκότεινο πρωινό του Μάη πιάσανε τον δάσκαλο και μαζί με τον Βαγγέλη τον Σκουλάκη ένα δεκαοχτάχρονο αγόρι τους σταυρώσανε [ τους εξετέλεσαν εν ψυχρώ μπροστά στο μπακάλικο του Χαρίτου που ήταν το μοναδικό του Χωριού , Περάσανε δέκα περίπου χρόνια από τότε που ο δάσκαλος σταυρώθηκε χωρίς καμιά αιτία από τους αιμοσταγείς του και ο δυστυχής πατέρας έκλαιγε πικρά , απαρηγόρητα για τον άδικο χαμό του παιδιού του . Ήταν θυμάμαι μεγάλη παρασκευή του 1951 κι εγώ μαζί με τους δικούς μου πήγα στην εκκλησία του χωριού μας για να παρακολουθήσω την ακολουθία των παθών . Ο πονεμένος πατέρας κατέβηκε και αυτός στην Εκκλησία και από μια γωνιά ακουμπισμένος σε ένα στασίδι παρακολουθούσε την ακολουθία των παθών του Κυρίου που μοιάζανε με τα δικά του πικρά σταυρικά πάθη και του γυιού του , Η κάτασπρη γενειάδα του , το βαθιά αυλακωμένο πρόσωπο του το αποστεωμένο ασκητικό του κορμί τα βαθουλωμένα μάτια του και το κατάμαυρο του πουκάμισο συμπληρώνανε και μαρτυρούσανε την εικόνα του μεγάλου εσωτερικού του πένθους . Κατά την περιφορά του επιταφίου αναμείχθηκα με το πλήθος των πιστών και ακολουθούσα . Για μια στιγμή δεν ξέρω κι εγώ πως βρέθηκα μπροστά στον πονεμένο γέρο . Έλα παιδί μου μου λέει για να ακουμπώ πάνω σου γιατί τα πόδια μου δεν με βαστάνε μπλιό , τρέμουνε από τότε που έχασα το δάσκαλο μου το φως μου το παιδί μου . Εγώ προθυμοποιήθηκα , τον κρατούσα όσο μπορούσα πιο δυνατά και προχωρούσαμε , Όταν φθάσαμε στο ύψος του μπακάλικου του Χαρίτου ο γέρος σταμάτησε απότομα τραντάχτηκε σύγκορμος τα μάτια του αγρίεψαν παράξενα και αστράψανε μάσα στο φως των κεριών , Βγάζει μια κραυγή σπαρασομένου λέοντος κάνει μια στροφή προς τα πίσω και χωρίς να μου πει τίποτε χάθηκε μέσα στο σκοτάδι . Εγώ παραξενεύτηκα και δεν ήξερα που να αποδώσω το γεγονός . Διάφορες σκέψεις στροβιλίζανε το μυαλό μου και το τρυπούσανε . Λίγες μέρες αργότερα αντάμωσα τον αξέχαστο μπάρμπα Μιχάλη στο λαχαρδέ [ αγροτική τοποθεσία ] στο κτήμα του , και τον ρώτησα γιατί έφυγε τόσο ξαφνικά και τόσο πονεμένα από κοντά μου , μου απαντά έχω τους δικούς μου λόγους και μη παρεξηγάς . Δεν μπορούσα να περάσω από το στενό που ποτίστηκε με το αίμα του παιδιού μου του σπλάχνου μου για αυτό γύρισα πίσω . Συνεχίζοντας μου είπε ακόμη πως εκείνο το βράδυ της μεγάλης Παρασκευής ο πόνος του γιγαντώθηκε γίνηκες διπλός και ήθελε να βρεθή μέσα στο πυκνό σκοτάδι που απλωνόταν στα λιόφυτα για να κλάψη και να προσευχηθή μόνος του σαν το Χριστό. που κι αυτός μόνος του προσευχήθηκε και έκλαψε στο τέλος της επίγειας ζωής του , εκεί στο κήπο της Γεσθημανή !!!!!! Το παρών κείμενο το αντέγραψα από παλιά Χανιώτικη εφημερίδα που είχα στο αρχείο μου . Το ανάρτησα τώρα που είναι η επέτειο της 28 Οκτωβρίου , για να το μάθουν οι νεότερη στο χωριό μας !!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου